- συνδυασμένος
- -η, -ο, Νβλ. συνδυάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταιριαστός — και ταιριαχτός, ή, ό, Ν [ταιριάζω] αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»). επίρρ... ταιριαστά Ν κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει … Dictionary of Greek
χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
συνδυάζομαι — συνδυάζομαι, συνδυάστηκα, συνδυασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοταίριαστος, -η — ο και καλοταίριαχτος, η, ο ταιριασμένος, συνδυασμένος με επιτυχία: Η παρέα αυτή είναι καλοταίριαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδυάζω — συνδύασα, συνδυάστηκα, συνδυασμένος 1. συνταιριάζω, κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο: Θα το συνδυάσω αυτό το παντελόνι μ ένα πουκάμισο ανάλογου χρώματος. 2. συσχετίζω: Αν συνδυάσεις τις δύο κυβερνητικές δηλώσεις θα καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταιριαστός — ή, ό επίρρ. ά συνδυασμένος αρμονικά: Ταιριαστό αντρόγυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)